- δίστροφος
- , -η, -ο (AM δίστροφος, -ον)1. (για νήμα) ο στριμμένος δύο φορές, διπλοστριμμένος2. (για ποίημα) αυτός που έχει δύο στροφές3. εκείνος που έχει ή μπορεί να κάνει δύο στροφές («δίστροφος ἕλιξ»)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το δίστροφοναυτικό λεπτό σκοινί από δύο ή τρία κλώσματααρχ.αυτός που άλλαξε την πίστη του δύο φορές.
Dictionary of Greek. 2013.