δίστροφος

δίστροφος
, -η, -ο (AM δίστροφος, -ον)
1. (για νήμα) ο στριμμένος δύο φορές, διπλοστριμμένος
2. (για ποίημα) αυτός που έχει δύο στροφές
3. εκείνος που έχει ή μπορεί να κάνει δύο στροφές («δίστροφος ἕλιξ»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το δίστροφο
ναυτικό λεπτό σκοινί από δύο ή τρία κλώσματα
αρχ.
αυτός που άλλαξε την πίστη του δύο φορές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δίστροφος — doubly twisted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίστροφος — η, ο 1. ο στριμμένος διπλά: Δίστροφο σκοινί. 2. (μετρ.), αυτός που αποτελείται από δύο στροφές: Δίστροφο ποίημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δίστροφον — δίστροφος doubly twisted masc/fem acc sg δίστροφος doubly twisted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανδροπώγων — (andropogon). Γένος μονοετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών, ιθαγενών των θερμών και εύκρατων περιοχών. Πρόκειται για γρασίδι, χρήσιμο για τη βοσκή ζώων καθώς και για την οικονομική εκμετάλλευση των ριζών του. Από τα 200… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”